Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
22 / 9 / 2021

(Μια επανάληψη από εδώ.)

 

Αρκετές φορές βλέπω βιβλία να βαφτίζονται ως “φανταστική λογοτεχνία” (ή “λογοτεχνία του φανταστικού”, ή “λογοτεχνία φαντασίας”) χωρίς πραγματικά να είναι. Μη με παρεξηγείτε: δεν έχω κανέναν πολύ περιορισμένο ορισμό για το τι είναι φανταστική λογοτεχνία. Για την ακρίβεια, ο ορισμός μου για τη φανταστική λογοτεχνία είναι, αντιθέτως, πολύ ανοιχτός. Δεν την περιορίζω σε βιβλία με ξωτικά, ορκ, και νάνους. Δεν την περιορίζω σε βιβλία με δράκους ή με μικρούς μάγους. Δεν την περιορίζω καν σε βιβλία όπου πρέπει υποχρεωτικά να υπάρχει μαγεία όπως ορίζεται συνήθως η μαγεία στη φανταστική λογοτεχνία. Ούτε σε βιβλία που πρέπει να διαδραματίζονται σε αρχαϊκούς κόσμους. Ακόμα κι ένα βιβλίο που διαδραματίζεται σε μια άλλη πραγματικότητα, σε έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από τον δικό μας αλλά με τους δικούς του φυσικούς νόμους και συγχρόνως αυτοκίνητα και πολυκατοικίες, όπου δεν υπάρχει μαγεία (μάγοι που κάνουν ξόρκια, τελετές, ή κάτι παρόμοιο), πάλι “φανταστική λογοτεχνία” θα το έλεγα.

Αλλά κάποιοι φαίνεται να δίνουν αυτό τον ορισμό σε πράγματα που δεν μου μοιάζουν ούτε για φαντασίας ούτε καν για λογοτεχνία πολλές φορές. Αρκετά από αυτά είναι, για παράδειγμα, καθαρά συνωμοσιολογικά βιβλία, ή φιλοσοφικά βιβλία με μια κλίση προς το μυστικιστικό, ή απλά βιβλία λιγάκι πιο ευφάνταστα από τα συνηθισμένα. Δεν είναι φανταστική λογοτεχνία.

Για να είναι κάτι φανταστική λογοτεχνία πρέπει, κατά πρώτον, να είναι γραμμένο λογοτεχνικά – μορφή μυθιστορήματος, διηγήματος, κάτι τέτοιο, με πλοκή και χαρακτήρες. Και πρέπει να είναι φαντασίας υπό την έννοια όχι του “ε, είναι λιγάκι φαντασμένο”, ή του “είναι μυστικιστικό” ή “είναι φιλοσοφικό”, αλλά υπό την έννοια ότι διαμορφώνει μια εναλλακτική πραγματικότητα μέσα από το περιεχόμενό του διαφορετική από τη συμβατική.

Και γιατί μ’ενδιαφέρει, θα μου πεις, πώς ονομάζει ο καθένας το βιβλίο του. Ο μόνος λόγος που μ’ενδιαφέρει είναι επειδή δημιουργείται μια σύγχυση στο μυαλό πολλών ανθρώπων σχετικά με το τι είναι, τελικά, η φανταστική λογοτεχνία. Βλέπουν, μετά, ένα βιβλίο που λέει, πχ, για τις τελετές της Εκάτης στην Αρχαία Ελλάδα και νομίζουν ότι είναι φανταστική λογοτεχνία, ενώ καμία σχέση με φανταστική λογοτεχνία δεν έχει.

Δεν λέω ότι αυτά τα βιβλία δεν είναι καλά – μπορεί κάποια να είναι και πολύ καλά, μάλιστα – αλλά κατηγοριοποιούνται λάθος. Κακό και για αυτά και για τα βιβλία που είναι όντως φανταστική λογοτεχνία.

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]